ἐπιχαιρεκακίας

ἐπιχαιρεκακίας
ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία
joy over one's neighbour's misfortune
fem acc pl
ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία
joy over one's neighbour's misfortune
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”